ΑγγλικάΕλληνικάΦλαμανδικάΟλλανδικά
  Τουριστικός Πληροφοριακός Οδηγός Αθηνών, Ελλάς

Το Ευρώ

 


Το Ευρώ


 

Από την 1η Ιανουαρίου 2002 πάνω από 300 εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες χρησιμοποιούν το Ευρώ ως ένα συνηθισμένο κομμάτι της καθημερινής τους ζωής. Χρειάστηκαν μόνο 10 χρόνια για να μεταβούμε από τη συνθήκη του Μάαστριχτ (Φεβρουάριος 1992), η οποία έδωσε το έναυσμα για τη θέσπιση κοινού Ευρωπαϊκού νομίσματος, μέχρι το σημείο που τα χαρτονομίσματα και τα νομίσματα του Ευρώ να διακινούνται σε 12 κράτη-μέλη της ΕΕ. Πρόκειται για εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα πραγματοποίησης του παραπάνω στόχου, μοναδικό στην ανθρώπινη ιστορία.

Το Ευρώ έχει αντικαταστήσει τα διάφορα συναλλάγματα, που, σε πολλές από τις χώρες, είχαν μακραίωνη ιστορία απεικονίζοντας σύμβολα και όργανα της εθνικής τους κυριαρχίας. Το νέο νόμισμα οδήγησε την Ευρώπη πολύ πιο κοντά στην οικονομική ενοποίηση. Έχει, επίσης, δώσει στους Ευρωπαίους πολίτες μια πιο ξεκάθαρη αίσθηση ότι μοιράζονται μία κοινή Ευρωπαϊκή ταυτότητα. Με το Ευρώ στις τσέπες τους, οι πολίτες μπορούν να ταξιδεύουν και να ψωνίζουν σχεδόν σε όλη την ΕΕ χωρίς να χρειάζεται να αλλάξουν συνάλλαγμα.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού νομίσματος? Περί το 1970, η έκθεση Werner, από το όνομα του τότε πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου, πρότεινε μία σύγκλιση μεταξύ των οικονομιών και των νομισμάτων των, έξι τότε, χωρών της ΕΕ. Το πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση δεν έγινέ παρά μόνο τον Μάρτιο του 1979, όταν το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ) έλαβε σάρκα και οστά. Το ΕΝΣ σχεδιάστηκε για να μειώσει τις διακυμάνσεις των δεικτών συναλλάγματος μεταξύ των νομισμάτων των κρατών-μελών. Τα περιθώρια διακύμανσης περιορίστηκαν μεταξύ 2,25% και 6%. Αλλά οι μηχανισμοί του ΕΝΣ αποδυναμώθηκαν από μία σειρά κρίσεων που προκλήθηκαν από την αστάθεια του Αμερικανικού δολλαρίου και την αδυναμία κάποιων νομισμάτων που έγιναν θήραμα των κερδοσκόπων, ειδικά σε περιόδους διεθνών εντάσεων.

Η ανάγκη για μία περιοχή νομισματικής σταθερότητας αυξανόταν σταδιακά καθώς η Ευρώπη σημείωνε πρόοδο ως προς την ολοκλήρωση μίας ενιαίας αγοράς. Η Κοινή Ευρωπαϊκή Δράση, που υπογράφηκε τον Φεβρουάριο του 1986, υπαινισσόταν σύγκλιση μεταξύ των Ευρωπαϊκών οικονομιών και την ανάγκη μείωσης των διακυμάνσεων στους δείκτες συναλλάγματος μεταξύ των νομισμάτων τους. Πώς άλλωστε θα μπορούσε μία ενιαία αγορά, βασισμένη στην ελεύθερη διακίνηση πολιτών, αγαθών και κεφαλαίου, να λειτουργήσει σωστά, εαν τα νομίσματα που συμμετείχαν μπορούσαν να υποτιμηθούν? Η υποτίμηση ενός νομίσματος θα του έδινε ένα άδικο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και θα οδηγούσε σε διαστρέβλωση στον τομέα του εμπορίου.

Το Ιούνιο του 1989, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Μαδρίτη, ο Πρόεδρος της Κομισιόν, Ζακ Ντελόρ (Jacques Delors) ξεκίνησε εισήγαγε ένα σχέδιο και ένα χρονοδιάγραμμα για την επίτευξη της Οικονομικής και Νομισματικής Ενοποίησης (ΟΝΕ). Έγινε ξανά μνεία στο σχέδιο αυτό στη Συνθήκη του Μάαστριχτ τον Φεβρουάριο του 1992. Η Συνθήκη έθεσε κάποια κριτήρια, τα οποία θα έπρεπε να πληρούν οι υποψήφιες χώρες προς ένταξη στην ΟΝΕ. Τα κριτήρια αυτά είχαν να κάνουν με οικονομική και και χρηματοοικονομική πειθαρχία: έλεγχος του πληθορισμού, μείωση των δεικτών τόκων, μείωση του ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ, περιορισμός του δημόσιου δανεισμού με μέγιστο το 60% του ΑΕΠ και σταθεροποίηση του δείκτη συναλλάγματος του εθνικού νομίσματος.

Σύμφωνα με τα προτόκολλα που επισυνάφθηκαν στη Συνθήκη, η Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο έλαβαν το δικαίωμα να μη προχωρήσουν στο τριτο στάδιο της ΟΝΕ (π.χ. υιοθέτηση του Ευρώ), ακόμα και αν πληρούσαν τα κριτήρια. Ακολουθώντας σχετικό δημοψήφισμα, η Δανία ανακοίνωσε ότι δε σκόπευε να υιοθετήσει το Ευρώ. Η Σουηδία εξέφρασε και αυτή ενδοιασμούς.

Θα έπρεπε να υπάρχει ένας τρόπος διασφάλισης της σταθερότητας του ενιαίου νομίσματος, επειδή ο πληθωρισμός κάνει μια οικονομία λιγότερο ανταγωνιστική, υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών και μειώνει την αγοραστική τους δύναμη. Έτσι μία ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δημιουργήθηκε, με έδρα τη Φραγκφούρτη και με εντεταλμένο έργο να θέτει τα επίπεδα των τόκων με τρόπο τέτοιο ώστε να διατηρείται η αξία του Ευρώ.

Στο Άμστερνταμ, τον Ιούνιο του 1997, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε δύο σημαντικά ψηφίσματα:

  • Το πρώτο, γνωστό και ως “συνθήκη σταθερότητας και ανάπτυξης”, δέσμευσε τις χώρες που συμμετείχαν να διατηρήσουν την προϋπολογιστική τους πειθαρχία. Όλες οι χώρες θα ήλεγχαν η μία την άλλη, μη επιτρέποντας τους να εμφανίσουν υπερβολικό έλλειμμα.
  • Η δεύτερη συνθήκη σχετιζόταν με την οικονομική ανάπτυξη. Ανακοίνωσε ότι τα κράτη-μέλη και η Κομισιόν δεσμεύονταν αυστηρά να δώσουν προτεραιότητα στο θέμα των προσλήψεων.

Στο Λουξεμβούργο, τον Δεκέμβριο του 1997 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε ένα επιπλέον ψήφισμα συνεργασίας των οικονομικών πολιτικών των κρατών. Αυτό περιελάμβανε τη σημαντική απόφαση ότι “οι υπουργοί των κρατών που ανήκουν στην Ευρωζώνημπορούν να συναντηθούν ανεπίσημα για να συζητήσουν θέματα σχετικά με τα κοινά και συγκεκριμένα καθήκοντά τους για το κοινό νόμισμα”. Οι πολιτικοί ηγέτες της ΕΕ άνοιξαν το δρόμο για ακόμα στενότερους δεσμούς μεταξύ των χωρών που υιοθέτησαν το Ευρώ, δεσμούς που επεκτείνονταν πέρα από την απλά νομισματική ενοποίηση, σε επίπεδο οικονομικών, προϋπολογιστικών, κοινωνικών και δημοσιονομικών πολιτικών.

Η πρόοδος για την επίτευξη της ΟΝΕ έχει κάνει ευκολότερη υπόθεση το άνοιγμα και την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς. Παρά την τεταμένη διεθνή κατάσταση (χρηματιστηριακή κρίση, τρομοκρατικές επιθέσεις, πόλεμος στο Ιράκ), η Ευρωζώνη απολαμβάνει τη σταθερότητα και την προβλεψιμότητα που είχαν ανάγκη οι επενδυτές και οι καταναλωτές. Η εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών απέναντι στο Ευρώ ενισχύθηκε από την επιτυχή και απρόσμενα γρήγορη εισαγωγή νομισμάτων και χαρτονομισμάτων κατά το πρώτο μισό του 2002. Οι πολίτες εκτιμούν τη δυνατότητα του να μπορούν να ψωνίζουν ευκολότερα. Τώρα πλέον μπορούν απευθείας να συγκρίνουν τις τιμές σε διαφορετικές Ευρωπαϊκές χώρες.

Το Ευρώ έχει γίνει το δεύτερο σημαντικότερο συνάλλαγμα στον κόσμο. Χρησιμοποιείτε όλο και περισσότερο για πληρωμές διεθνούς επιπέδου και ως αποθεματικό συνάλλαγμα, μαζί με το Αμερικανικό δολλάριο. Η ενσωμάτωση μεταξύ των οικονομικών αγορών στην Ευρωζώνη έχει επιταχυνθεί, με πολλές συγχωνεύσεις να λαμβάνουν χώρα. Ένα σχέδιο δράσης της ΕΕ για τις οικονομικές υπηρεσίες θα εφαρμοστεί εντός του 2005. Αρχή της σελίδας


Το Ευρώ, βήμα προς βήμα

  • 7 Φεβρουαρίου 1992: Υπογράφεται η Συνθήκη του Μάαστριχτ
    Η Συνθήκη πάνω στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση (ΟΝΕ) γίνεται αποδεκτή τον Δεκέμβριο του 1991. Υπογράφεται τον Φεβρουάριο του 1992 και τίθεται σε εφαρμογή τον Νοέμβριο του 1993. Κάτω από αυτή τη συνθήκη, τα εθνικά νομίσματα θα αντικατασταθούν από ένα ενιαίο Ευρωπαϊκό νόμισμα, με τον όρο οι χώρες που θα μετάσχουν σε αυτό θα πληρούν έναν αριθμό οικονομικών προϋποθέσεων. Το σημαντικότερα από τα “κριτήρια του Μάαστριχτ” είναι ότι το έλλειμμα μίας χώρας δε θα πρέπει μα υπερβαίνει το 3% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), παρά μόνο για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η δημόσιος δανεισμός δε θα πρέπει να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ. Οι τιμές και οι τόκοι θα πρέπει επίσης να παραμένουν σταθεροί για μακρά περίοδο, όπως άλλωστε και οι συναλλαγματικοί δείκτες μεταξύ των νομισμάτων.

  • Ιανουάριος 1994: Ιδρύεται το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο
    Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο (ΕΝΙ) ιδρύεται και νέες διαδικασίες εισάγονται για τον έλεγχο των οικονομιών των χωρών-μελών της ΕΕ και για την ενθάρρυνση της μεταξύ τους σύγκλισης.

  • Ιούνιος 1997: Το Διεθνές Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης
    Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνεδρίασε στο Άμστερνταμ και ενέκρινε το “σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης” καθώς και τον νέο μηχανισμό δεικτών συναλλάγματος (ένα αναγεννημένο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα) σχεδιασμένο για να διασφαλίσει σταθερούς δείκτες συναλλάγματος μεταξύ του Ευρώ και των νομισμάτων των χωρών-μελών της ΕΕ που δε μετέχουν στην Ευρωζώνη. Εγκρίθηκε επίσης σχέδιο για την “Ευρωπαϊκή” πλευρά των νομισμάτων του Ευρώ.

  • Μάιος 1998: έντεκα χώρες πληρούν τις προϋποθέσεις για το Ευρώ
    Σε συνάντηση στις Βρυξέλλες από την 1η εως την 3η Μαΐου 1998, οι πολιτικοί ηγέτες της Ένωσης αποφασίζουν ότι 11 χώρες της ΕΕ πληρούν τα κριτήρια για συμμετοχή στην Ευρωζώνη. Ανακοινώνουν επίσης τις οριστικές τιμές συναλλάγματος των νομισμάτων των, συμμετεχόντων στην Ευρωζώνη, χωρών έναντι του Ευρώ.

  • 1 Ιανουαρίου 1999: γέννηση του Ευρώ
    Την 1η Ιανουαρίου 1999, τα 11 νομίσματα των χωρών που συμμετέχουν στην Ευρωζώνη καταργούνται και αντικαθίστανται από το Ευρώ, το οποίο και τελικά γίνεται το κοινό νόμισμα της Αυστείας, του Βελγίου, της Φινλανδίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, του Λουξεμβούργου, της Ολλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας (η Ελλάδα προστίθεται την 1η Ιανουαρίου του 2001). Από αυτό το σημείο και έπειτα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναλαμβάνει τα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και είναι υπεύθυνη για τη νομισματική πολιτική που καθορίζεται και εφαρμόζεται με την έλευση του Ευρώ. Οι συναλλαγματικές πράξεις σε Ευρώ αρχίζουν την 4η Ιανουαρίου 1999 με σχέση €1 προς 1.18 δολλάρια Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή είναι η έναρξη της μεταβατικής περιόδου που θα κρατήσει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2001.

  • 1 Ιανουαρίου 2002: Εισαγωγή των νομισμάτων και των χαρτονομισμάτων του Ευρώ
    Την 1η Ιανουαρίου 2002, τα αποκαλούμενα νομίσματα και χαρτονομίσματα Ευρώ τίθενται σε κυκλοφορία. Είναι η αρχή της περιόδου κατά την οποία τα εθνικά νομίσματα και χαρτονομίσματα αποσύρονται. Η περίοδος λήγει στις 28 Φεβρουαρίου 2002. Έπειτα από αυτή την ημερομηνία, μόνο το Ευρώ είναι το νόμιμο νόμισμα στις χώρες της Ευρωζώνης. Αρχή της σελίδας
Με την άδεια της © Ευρωπαϊκής Κοινότητας

Πίσω

 
  Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ
  ΕΝΩΣΗ
  ΤΟ ΕΥΡΩ

Add to Favit Add to Digg Add to Del.icio.us Add to Simpy Add to StumbleUpon Add to Netscape Add to Furl Add to Yahoo Add to Google Add to Blogmarks Add to Ma.Gnolia Add to Netvouz

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  www.athensinfoguide.com   © 2004-2009 - Athens Info Guide - Κατοχυρομένα δικαιώματα – Αποποίηση ευθυνών