ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ελληνική
Επανάσταση 1821
Λίγο
πριν την Ελληνική Επανάσταση του 1821 η Αθήνα αριθμούσε περίπου
11.000 κατοίκους: Ελληνόφωνους και Αλβανόφωνους Χριστιανούς και
Τουρκόφωνους, Ελληνόφωνους και Αλβανόφωνους Μουσουλμάνους, με
την πλειοψηφία να είναι Χριστιανοί. Ο Χασεκί είχε χτίσει αμυντικό
τείχος γύρω από την πόλη για να προστατέψει τους κατοίκους από
τις επιδρομές των οπλισμένων Αρβανιτών (πληθυσμός που μιλούσε
μία αλβανική διάλεκτο) από τις υπόλοιπες περιοχές της Αττικής.
Τα
τείχη ακολουθούσαν τη νοητή γραμμή άλλων παλαιότερων οχυρωτικών
έργων και ξεκινούσαν από το Ωδείο Ηρώδου Αττικού, έφθαναν στην
Πύλη του Αδριανού και συνεχίζονταν κατά μήκος της σημερινής λεωφόρου
Αμαλίας, του Συντάγματος, της οδού Σταδίου, του Ψυρρή, του Θησείου
και της νότιας πλευράς της Ακρόπολης, καλύπτοντας συνολική έκταση
11.000m².
Τα
αθηναϊκά σπίτια της εποχής ήταν πέτρινα με ξύλινες σκεπές καλυμμένες
με κεραμίδια. Το διοικητικό και οικονομικό κέντρο της πόλης βρισκόταν
στην περιοχή γύρω από το Μοναστηράκι, όπου επίσης βρίσκονταν οι
αγορές. Η μεγαλύτερη από αυτές τις αγορές ήταν πίσω από την οδό
Πανδρόσου, στο τέρμα της σημερινής οδού Αιόλου.
Έναρξη της επανάστασης
Το
1814, οι Έλληνες εθνικιστές ίδρυσαν μυστικό οργανισμό στην Οδησσό
με την ονομασία Φιλική Εταιρεία. Με την υποστήριξη των ελληνικών
εξορισμένων κοινοτήτων της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών,
των συμπαθόντων από τη δυτική Ευρώπη και της κρυφής βοήθειας από
τη Ρωσία, οργάνωσαν εξέγερση.
Η
Επανάσταση ξεκίνησε αρχικά από την Πελοπόννησο και την κεντρική
Ελλάδα και εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την περιοχή του Αιγαίου,
στην Κρήτη και στην Κύπρο. Τον Ιανουάριο του 1822 η 1η Εθνική
Συνέλευση της Επιδαύρου ανακύρηξε την ανεξαρτησία του Ελληνικού
Έθνους και εδραίωσε τη θέση του με αξιοθαύμαστες νίκες σε στεριά
και θάλασσα μέχρι το 1823, όταν οι προσπάθειες των επαναστατών
να ελέγξουν περιοχές εκτός της πελοποννήσου κατέληξαν σε αδιέξοδο.
Οι
Οθωμανοί ανταπέδωσαν βίαια σε άλλες περιοχές της Ελλάδος και οι
εξεγέρσεις καταπνίγηκαν από την Οθωμανική κυβέρνηση, που σφάγιασε
τον ελληνικό πληθυσμό της Χίου και άλλων πόλεων. Τα γεγονότα αυτά,
πάντως, προκάλεσαν συμπάθεια προς τους Έλληνες στη δυτική Ευρώπη,
παρόλο που οι Βρετανοί και οι Γάλλοι υποπτεύθηκαν πως η ελληνική
εξέγερση αποτελούσε συνομωσία των Ρώσων, ώστε να καταλάβουν την
Ελλάδα και πιθανώς την Κωνσταντινούπολη από τους Οθωμανούς. Οι
Έλληνες δεν κατάφεραν να εγκαθιδρύσουν συνεκτική κυβέρνηση στις
περιοχές που ήλεγχαν και άρχισαν να μάχονται μεταξύ τους. Οι αναποτελεσματικές
μάχες μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών συνεχίστηκαν μέχρι το 1825,
όταν ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια του ισχυρότερου από τους υποτελείς
του, της Αιγύπτου.
Η
Αίγυπτος τότε τελούσε υπό τη διοίκηση του Αλβανού Μεχμέτ Αλί Πασά,
ο οποίος ανυπομονούσε να δοκιμάσει τις εκσυγχρονισμένες στρατιωτικές
του δυνάμεις. Ο Οθωμανός σουλτάνος επίσης υποσχέθηκε στον Αλί
εκχωρήσεις εδαφών στη Συρία, εαν η Αίγυπτος συνέδραμε. Οι επιχειρήσεις
των Αιγυπτιακών δυνάμεων, υπό την καθοδήγηση του γιού του Αλί,
του Ιμπραήμ, στέφθηκαν από επιτυχία και γρήγορα ανέκτησαν τον
έλεγχο των υδάτων του Αιγαίου. Ο Ιμπραήμ σημείωσε επίσης επιτυχία
στην Πελοπόννησο, όπου ανακατέλαβε την Τρίπολη, διοικητικό κέντρο
της περιοχής.
Εξωτερική παρέμβαση
Στην
Ευρώπη, η ελληνική εξέγερση προκάλεσε ευρεία συμπάθεια. Η Ελλάδα
αντιμετωπιζόταν ως η κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού και εγκωμιαζόταν
από το πνεύμα του ρομαντισμού που υφίστατο εκείνη την περίοδο.
Η εικόνα ενός χριστιανικού έθνους που προσπαθούσε να αποτάξει
τον ζυγό μίας Μουσουλμανικής Αυτοκρατορίας ήταν επίσης αρεστή
στο Ευρωπαϊκό κοινό.
Ένας
από αυτούς που εισάκουσαν το κάλεσμα ήταν ο ποιητής Λόρδος Βύρων,
που πέρασε κάποια περίοδο στην Αλβανία και στην Ελλάδα οργανώνοντας
τη χρηματοδότηση και την τροφοδοσία. Πέθανε από πυρετό στο Μεσολόγγι
το 1824. Ο θάνατος του Βύρωνα συνέβαλε ακόμα περισσότερο στην
αύξηση της συμπάθειας των Ευρωπαίων προς τους Έλληνες. Αυτό ήταν
το έναυσμα ώστε οι δυτικές δυνάμεις να εμπλακούν ενεργά στην επανάσταση.
Στις
20 Οκτωβρίου 1827 ο Βρετανικός, ο Ρωσικός και ο Γαλλικός στόλος,
με πρωτοβουλία των τοπικών αρχηγών αλλά και έπειτα από σιωπηρή
συναίνεση των κυβερνήσεών τους, επιτέθηκαν και κατέστρεψαν τον
Οθωμανικό στόλο στη Μάχη του Ναυαρίνου. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε
αποφασιστικό βήμα για την Επανάσταση, παρόλο που ο Βρετανός Ναύαρχος
Edward Codrington σχεδόν κατέστρεψε την καριέρα του, καθώς δεν
του είχε ζητηθεί να πετύχει νίκη τόσο μεγάλης έκτασης, καταστρέφοντας
ολοκληρωτικά τον Τουρκο-Αιγυπτιακό στόλο.
Τον
Οκτώβριο του 1828 οι Έλληνες ανασυντάχθηκαν και δημιούργησαν νέα
κυβέρνηση υπό τον Ιωάννη Καποδίστρια. Έπειτα κατάφεραν να καταλάβουν
όσο περισσότερο έδαφος ήταν εφικτό, συμπεριλαμβανομένης της Αθήνας
και της Θήβας, πριν επιβάλλουν εκεχειρία οι δυτικές δυνάμεις.
Τέλος, οι Έλληνες ανέκτησαν τον έλεγχο των τελευταίων τουρκοκρατούμενων
περιοχών στην Πελοπόννησο με τη βοήθεια του Γάλλου στρατηγού Nicolas
Joseph Maison.
Το
Βασίλειο της Ελλάδος
Ο
Καποδίστριας δολοφονήθηκε το 1831 στο Ναύπλιο. Επικράτησε κατάσταση
σύγχυσης στην ελληνική χερσόνησο, οι Μεγάλες Δυνάμεις έδωσαν τέλος
στον πόλεμο και αναγνώρισαν την ελληνική κυβέρνηση. Ο ελληνικός
θρόνος αρχικά προσφέρθηκε στον Λεοπόλδο τον 1ο του Βελγίου, αλλά
αρνήθηκε καθώς δεν τον ικανοποιούσε το όριο της συνοριακής γραμμής
από τον Ασπροπόταμο εως το Ζητούνι, το οποίο αντικατέστησε τη
συνοριακή γραμμή Άρτας – Βόλου που είχαν θέσει προηγουμένως οι
Μεγάλες Δυνάμεις.
Η
απόσυρση του Λεοπόλδου από την υποψηφιότητα για τον θρόνο της
ελλάδος και η Ιουλιανή Επανάσταση στη Γαλλία καθυστέρησαν τον
τελικό προσδιορισμό των συνόρων του νεοσύστατου βασιλείου μέχρι
ότου δημιουργήθηκε νέα κυβέρνηση στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τον
Μάιο του 1832, ο Palmerston συγκάλεσε το Συνέδριο του Λονδίνου.
Οι τρείς μεγάλες Δυνάμεις (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία)
προσέφεραν τον θρόνο στον Βαυαρό πρίγκηπα, Όθωνα Wittelsbach,
χωρίς να λάβουν υπόψη την ελληνική γνώμη. Επίσης θεσπίστηκε η
σειρά διαδοχής, σύμφωνα με την οποία ο θρόνος θα αποδιδόταν στους
απόγονους του Όθωνα, ή στον μικρότερό του αδελφό, σε περίπτωση
που δεν υπάρξουν διάδοχοι. Σε καμμία περίπτωση δεν επρόκειτο το
στέμμα της Ελλάδος να συμπέσει με το αντίστοιχο της Βαυαρίας.
Σύμφωνα
με το πρωτόκολλο που υπογράφτηκε στις 7 Μαΐου 1832 μεταξύ της
Βαυαρίας και των προστάτιδων Δυνάμεων και το οποίο όριζε τον τρόπο
που θα διαχειριζόταν η αντιβασιλεία την κατάσταση μέχρις ότου
ο Όθωνας ενηλικιωνόταν, η Ελλάδα χαρακτηρίστηκε ανεξάρτητο βασίλειο,
με βόρεια σύνορα τη γραμμή Άρτας – Βόλου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία
έλαβε 40.000.000 πιάστρα (1 πιάστρο = 1 εκατοστό της Τουρκικής
λίρας) ως αποζημίωση για την απώλεια εδαφών.
Στις
21 Ιουλίου 1832 ο Βρετανός Πρέσβης, Sir Stratford Canning και
οι υπόλοιποι αντιπρόσωποι ολοκλήρωσαν τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης,
η οποία έθετε τα νέα σύνορα του νεοσύστατου Βασιλείου της Ελλάδος
μεταξύ Άρτας και Βόλου. Τα σύνορα του Βασιλείου τέθηκαν οριστικά
από το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 30 Αυγούστου 1832, που υπεγράφη
από τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες επικύρωσαν τους όρους της
Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης. Το νέο κράτος, πάντως, περιελάμβανε
λιγότερο από το ένα τρίτο των Ελλήνων κατοίκων της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας και για περισσότερο από έναν αιώνα μετέπειτα το
Ελληνικό κράτος έθετε ως στόχο της απελευθέρωση των “αλύτρωτων”
Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Αθήνα και ο πόλεμος
Οι
στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ελληνικής Επανάστασης είχαν ως αποτέλεσμα
την καταστροφή μεγάλου μέρους της πόλης. Τον Απρίλιο του 1821
ο επαναστατικός στρατός κατέλαβε την πόλη και πολιόρκησε την Ακρόπολη,
όπου είχαν καταφύγει οι Οθωμανοί. Τον Ιούνιο του 1822 οι οθωμανοί
παραδόθηκαν αλλά τον Αύγουστο του 1826 η κατάσταση αντιστράφηκε.
Έπειτα
από τις στρατιωτικές τους επιτυχίες στην Πελοπόννησο, οι Οθωμανοί
κατέλαβαν την Αθήνα και οι Έλληνες κατέφυγαν στην Ακρόπολη η οποία
πολιορκήθηκε εως τον Μάιο του 1827, όταν οι Έλληνες
παραδόθηκαν και εγκατέλειψαν την Αθήνα έπειτα από την ανακύρηξη
της Ανεξαρτησίας το 1830. Πάντως, οι Οθωμανοί παρέμειναν στην
Ακρόπολη. Τελικά, τον Μάρτιο του 1833, η Ακρόπολη επιστράφηκε
στην Ελλάδα και οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν την Αθήνα, αυτή τη φορά
οριστικά. Πέντε χρόνια αργότερα, και έπειτα από 400 χρόνια Οθωμανικής
κυριαρχίας, οι πρώτες δημοτικές εκλογές έλαβαν χώρα στην, ελεύθερη
πλέον, πόλη της Αθήνας.
|