ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Το
Ελληνικό Στρατιωτικό Πραξικόπημα
(καθεστώς των Συνταγματαρχών)
Η Διαμάχη για την Κύπρο και η πτώση της χούντας
1974: Τουρκική εισβολή στην Κύπρο
Μετά
το 1967 εκτονώθηκε η ένταση μεταξύ των Ελληνοκύπριων και των Τουρκοκύπριων.
Αντ’αυτού, η κύρια πηγή εντάσεων στο νησί εντοπιζόταν στους κόλπους
της Ελληνοκυπριακής κοινότητας. Παρόλο που ο Μακάριος είχε εγκαταλείψει
αποτελεσματικά την ιδέα της ένωσης προς εύρεση “επιτεύξιμης λύσης”,
πολλοί άλλοι συνέχισαν να πιστεύουν πως οι μοναδικές νόμιμες πολιτικές
φιλοδοξίες των Κυπρίων σχετίζονταν με την ένωση με την Ελλάδα.
Τον
Σεπτέμβριο του 1971 ο Γρίβας επέστρεψε μυστικά στο νησί και δημιούργησε
την ΕΟΚΑ-Β, μία οργάνωση που υποστήριζε την ένωση. Στα επόμενα
χρόνια η οργάνωση προσπάθησε επανειλημμένα να ανατρέψει τον Μακάριο.
Στις αρχές του 1974 ο Γρίβας απεβίωσε και η ΕΟΚΑ-Β περιήλθε στον
άμεσο έλεγχο του Ταξίαρχου Δημητρίου Ιωαννίδη, τον νέο ηγέτη της
χούντας στην Αθήνα. Ο Ιωαννίδης ήταν αποφασισμένος να πραγματοποιήσει
την ένωση το συντομότερο δυνατό. Φοβούμενος τις συνέπειες ενός
τέτοιου εγχειρήματος, στις αρχές του Ιουλίου του 1974 ο Μακάριος
συνέταξε ανοιχτή επιστολή προς τη στρατιωτική δικτατορία ζητώντας
την απομάκρυνση όλων των Ελλήνων αξιωματικών
από το νησί. Στις 15 Ιουλίου 1974 ο Ιωαννίδης απάντησε διατάσσοντας
την ανατροπή του Αρχιεπισκόπου.
Η
Τουρκία άρχισε αμέσως να σχεδιάζει την απάντησή της. Έπειτα από
την αποτυχία εξασφάλισης Βρετανικής υποστήριξης για κοινή παρέμβαση
υπό την Εγγυητική συνθήκη, ο Bulent Ecevit, ο Τούρκος πρωθυπουργός,
αποφάσισε να δράσει μονομερώς. Στις 29 Ιουλίου 1974 η Τουρκική
κυβέρνηση διέταξε στρατιωτική εισβολή στο νησί (Τουρκική εισβολή
στην Κύπρο). Μέσα σε δύο ημέρες οι Τούρκοι είχαν καταλάβει στενή
λωρίδα γης από τις βόρειες ακτές μέχρι τη Λευκωσία.
Η
παρέμβαση αυτή προκάλεσε αναβρασμό στην Ελλάδα. Υπήρχαν βάισμοι
φόβοι πως επρόκειτο να ξεσπάσει πόλεμος με την Τουρκία και οι
ανώτεροι αξιωματικοί σταμάτησαν να υποστηρίζουν τον ισχυρό άνδρα
της χούντας, Ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη. Στις 23 Ιουλίου 1974
η στρατιωτική χούντα κατέρρευσε.
Στις
14 Αυγούστου, ο Τουρκία διέταξε από τον Κληρίδη να δεχθεί την
πρόταση δημιουργία ομοσπονδιακού κράτους στο οποίο θα αποδιδόταν
στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα (που εκείνη την περίοδο αποτελούσε
το 18% του πληθυσμού και κατείχε το 10% των εδαφών) το 34% του
νησιού. Ο Κληρίδης ζήτησε διορία 36 εως 48 ωρών για να συμβουλευτεί
την Κυπριακή και την Ελληνική κυβέρνηση αλλά η Τουρκία αρνήθηκε
να δώσει οποιαδήποτε διορία, τερματίζοντας αποτελεσματικά τις
συνομιλίες. Εντός μερικών ωρών η Τουρκία είχε συνεχίσει την επίθεσή
της. Όταν αποφασίστηκε εκεχειρία, το 36% του νησιού βρισκόταν
υπό Τουρκικό έλεγχο. Η διχοτόμηση του νησιού οριοθετήθηκε μέσω
της Νεκρής Ζώνης του ΟΗΕ (Πράσινη Γραμμή), όντας εκτεινόμενη από
την ανατολική εως τη δυτική πλευρά του νησιού.
Οι
συνέπειες της διχοτόμησης ήταν καταστροφικές και για τις δύο πλευρές.
Χιλιάδες Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι είχαν σκοτωθεί, τραυματιστεί
ή αγνοούνταν. Επιπλέον, άλλοι 200.000 Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι
είχαν εκτοπιστεί. Εκτός από τις βόρειες ακτές (Κερύνεια, Μόρφου)
και τη χερσόνησο της Καρπασίας, οι Ελληνοκύπριοι αναγκάστηκαν
να εγκαταλείψουν την Αμμόζωστο στα ανατολικά.
Η
συντριπτική πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων κατέλαβαν την περιοχή
που κατείχαν σχεδόν εξ’ολοκλήρου οι Ελληνοκύπριοι μέχρι το 1974.
200.000 Ελληνοκύπριοι, που αποτελούσαν το 825 του πληθυσμού στον
βορρά έγιναν πρόσφυγες. Πολλοί από αυτούς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν
τα σπίτια τους με τη βία, οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή στο άκουσμα
της έλευσης του Τουρκοκού στρατού.
Από
το 1974, η γραμμή κατάπαυσης του πυρός (Πράσινη Γραμμή) χωρίζει
τις δύο κοινότητες στο νησί. Κατά τους μήνες που ακολούθησαν,
51.000 Τουρκοκύπριοι που δεν είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους
στο νότο αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στις τουρκοκρατούμενες περιοχές
στον βορρά.
Μέχρι
σήμερα υπάρχουν δύο (επίσημες) τοποθετήσεις σχετικά με
τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Κύπρο το 1964. Υπάρχουν
πολυάριθμα sites στο διαδίκτυο που το μόνο που κάνουν
είναι να ασκούν προπαγάνδα ή ακόμα και να εκφράζουν μίσος.
Τέτοιου είδους δικτυακοί τόποι αντιπροσωπεύουν μόνο τη
μία πλευρά χρησιμοποιώντας ψευδά ή/και μεγαλοποιημένα
στοιχεία. Λόγω του ύφους και του περιεχομένου τους, τα
sites αυτά χάνουν κάθε ιστορική αξία και αξιοπιστία. Δεν
είναι τίποτα άλλο από μία εκστρατεία ψευδών ή λανθασμένων
πληροφοριών σχετικά με το τί συνέβη. Συνεπώς οι παραπάνω
δικτυακοί τόποι αποτελούν προσπάθεια διαστρέβλωσης της
ιστορίας, που δεν αρμόζει τόσο σε αυτούς που έχασαν τη
ζωή τους όσο και στα εκατομμύρια των ειρηνιστών και στις
δύο πλευρές.
|
|