ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Η
Αθήνα κατά τον Μεσαίωνα
267-1456
Το έτος 267 αποτελεί σταθμό στην ιστορία της Αθήνας. Ήταν τότε
που οι Ερούλοι, μια Τευτονική φυλή από τις βόρειες ακτές της Μαύρης
Θάλασσας, εισέβαλλαν στην πόλη και την ισοπέδωσαν σχεδόν ολοκληρωτικά.
Ως αποτέλεσμα, η πόλη άλλαξε ριζικά, συγκριτικά με τη μορφή που
είχε πάρει κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, οπότε και επεκτάθηκε η κατοικημένη
περιοχή και ανεγέρθηκαν εξαίσια κτήρια. Μία μικρή περιοχή, γύρω
από τη Ρωμαϊκή Αγορά, έγινε η κύρια κατοικημένη περιοχή, η οποία,
περί το 280, περιστοιχίστηκε από τείχος, γνωστό ως το Ύστερο Ρωμαϊκό
Τείχος. Η περιοχή αυτή επρόκειτο να αποτελέσει το κυρίως μέρος
της πόλης για πολλούς μετέπειτα αιώνες.
Πάντως,
έγιναν κάποιες προσπάθειες αναστύλωσης, τουλάχιστον κάποιων δημοσίων
κτηρίων, υπό την αιγίδα του Αυτοκράτορα Διοκλητιανού, που ανέθεσε
το έργο της ανακασκευής σε έναν ειδικό κρατικό λειτουργό, τον
“αποκαταστάτη” της επαρχίας της Αχαΐας (Corrector Provinciae Achaeae),
εφόσον η Αθήνα είχε περιέλθει στη διοικητική δικαιοδοσία αυτής
της επαρχίας. Το πρώτο κτήριο που ανάκτησε την αρχική του μορφή
ήταν η Βιβλιοθήκη του Αδριανού, πιθανώς επειδή ήταν η έδρα των
φορολογικών αρχείων.
Παρόλο
που ήταν περιορισμένη, η Αθήνα του 4ου αιώνα ευημερούσε πνευματικά.
Οι σχολές της συνέχισαν τη λειτουργία τους συγκεντρώνοντας μαθητές
από όλο τον τότε γνωστό κόσμο, ιδιαίτερα αυτούς που επιθυμούσαν
να σπουδάσουν φιλοσοφία και ρητορική. Σημαντικοί φιλόσοφοι και
ρήτορες, όπως ο Λιβανιος και ο Χιμεριος, ο Λονγινος και ο Πορφυριος,
δίδαξαν στις σχολές της πόλης. Μερικοί από τους μαθητές του 4ου
αιώνα ήταν οι μελλοντικοί αυτοκράτορες Ιουλιανός, Βασίλειος ο
Μέγας και Γρηγόριος της Ναζιανζού.
Η
κατάληψη της πόλης από τους Βησιγότθους και τον ηγέτη τους Αλαριτς
το 395-396 δεν ήταν αρκετή για να παρακωλύσει τη μεταβολή της
πόλης σε πνευματικό κέντρο. Στα τέλη του 4ου αιώνα σημειώθηκε
εντατική οικιστική δραστηριότητα, που οδήγησε στην επέκταση της
πόλης έξω από το Ύστερο Ρωμαϊκό Τείχος. Την ίδια περίοδο ανακατασκευάστηκε
το Θέατρο του Διονύσου, για να χρησιμοποιηθεί ως σημείο συναντησης,
και ο Θόλος του Μετρώου στην Αρχαία Αγορά. Μεταξύ των υπόλοιπων
νέων κατασκευών διακρίνονται:
•
το γυμνάσιο της Αρχαίας Αγοράς, συγκρότημα που περιελάμβανε
αίθουσες
διδασκαλίας, βιβλιοθήκη, προπονητήριο και λουτρά
• ένα κτήριο αφιερωμένο από τον έπαρχο (κυβερνήτη κάποιας επαρχίας
στη Ρωμαϊκή
Ελλάδα) Αετιο στους αυτοκράτορες Αρκαδιο και Ονοριο.
Πολλές
ιδιωτικές σχολές φιλοσοφίας ήταν χτισμένες κοντά στον Άρειο Πάγο
και στις νότιες πλαγιές της Ακρόπολης. Οι επισκευές που πραγματοποιήθηκαν
στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού οφείλονται στον Ηράκλειο, έπαρχο της
Ιλλυριας, που έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για την πόλη.
Η Νεο-Πλατωνική Ακαδημία
Ο
5ος αιώνας αποτέλεσε περίοδο ευημερίας για τη Νεο-Πλατωνική Ακαδημία.
Εξέχουσες προσωπικότητες από τους κύκλους της Ακαδημίας αποτέλεσαν
ο Πλούταρχος, ο Συριανος και, ο πιο φημισμένος, Proclus (412-485),
ο οποίος τέθηκε επικεφαλής της ακαδημίας το 427. Το έργο του Proclus
καλύπτει μεγάλο τμήμα του έργου των προγενέστερων αρχαίων φιλοσόφων.
Τα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνουν την περιγραφή του Πλατωνικού
διαλόγου “Timaeus” και το πρώτο βιβλίο των “Στοιχείων” του Ευκλείδη,
καθώς και μία γενική περιγραφή των αστρονομικών θεωριών της εποχής.
Πρόσφατες ανασκαφές έφεραν στο φως την τοποθεσία της κατοικίας
του στις νότιες πλαγιές της Ακρόπολης.
Ο
Proclus είχε ζήσει κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην
Αθήνα με εξαίρεση μικρή περίοδο, γύρω στο 450, όπου εγκατέλειψε
την πόλη λόγω θρησκευτικών διαταραχών. Ήταν ένας από τους πιο
δραστήριους πολίτες και συμμετείχε στα κοινά της πόλης μέχρι τον
θάνατό του το 485. Η σχολή απέκτησε μεγάλο κύρος υπό την καθοδήγησή
του και τα έργα του, παρά τις επακόλουθες θρησκευτικές διαμάχες,
επεβίωσαν κατά ένα μεγάλο μέρος.
Κατά
τον 5ο αιώνα η πόλη διατήρησε έναν παγανιστικό τρόπο ζωής, ακολουθώντας
την Ελληνορωμαϊκή παράδοση. Θεσμοί της Κλασικής περιόδου όπως
ο επώνυμος άρχων ή οι ιεροτελεστίες των Παναθηναίων χρησιμοποιούνταν
ακόμα. Κάποιες φημισμένες οικογένειες φαίνεται πως έπαιξαν σημαντικό
ρόλο σε αυτό. Ο άρχων Πατρίκιος και ο συγκλητικός Θεαγένης, ένας
από τους άρχοντες της εποχής, ήταν χορηγός των Παναθηναίων. Ήταν
επίσης εξέχον μέλος του αυτοκρατορικού δικαστηρίου και ήταν νυμφευμένος
με την Ασκληπιγένεια, εγγονή του Νεο-Πλατωνιστή Πλουτάρχου.
Μία
άλλη γνωστή προσωπικότητα εκείνης της εποχής ήταν ο Λεόντιος,
καθηγητής στην Ακαδημία και πατέρας της Αθηναΐδος, η οποία είναι
περισσότερο γνωστή ως Ευδοκία, όνομα που απέκτησε όταν βαπτίστηκε
Χριστιανή. Η Ευδοκία έγινε η σύζυγος του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου
του 2ου (408-450). Είχε λάβει κλασική εκπαίδευση
και είχε πνευματικά διευρυμένο νου. Παρ’όλα αυτά, δεν έκανε τίποτα
ώστε να αποτρέψει τον Θεοδόσιο από το να διώξει ποινικά, παρότι
σε περιορισμένο βαθμό, τους παγανιστές και να μεταφέρει έργα τέχνης
στην Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,
ώστε να της προσδώσει περαιτέρω καλαισθησία. Το παλάτι που έχτισε
κοντά στην Ακρόπολη, αποδεικνύει πάντως πως η Ευδοκία διατήρησε
σχέσεις με τη γενέτειρά της.
Ο Χριστιανισμός στην Αθήνα
Κατά
την ύστερη αρχαιότητα, ο παγανισμός και ο Χριστιανισμός φαίνεται
πως συνυπήρξαν μάλλον ειρηνικά. Ήδη από την εποχή του Διονυσίου
του Αρεοπαγίτη υπήρχε μικρή Χριστιανική κοινότητα στην Αθήνα που
έκανε την παρουσία της περισσότερο αισθητή από τον 4ο αιώνα και
έπειτα. Απόδειξη της ύπαρξης της κοινότητας αποτελούν οι πήλινες
λάμπες με Χριστιανικά σύμβολα και οι ταφικές πλάκες που βρέθηκαν
κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην Αγορά.
Ο
παλαιότερος Χριστιανικός ναός στην πόλη θεμελιώθηκε πιθανώς κατά
τον 5ο αιώνα στο κέντρο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού. Ήταν ναός
γνωστός ως Τετράκογχος, ο οποίος αργότερα, τον 7ο αιώνα, αντικαταστάθηκε
από τη Βασιλική της Μεγάλης Παναγίας. Την ίδια περίοδο μία μεγάλη
βασιλική με τρείς διαδρόμους χτίστηκε στις όχθες του ποταμού Ιλισσού,
δίπλα στο μαρτύριο, το οποίο φιλοξενούσε τα λείψανα του μάρτυρα
Λεωνίδα.
Φαίνεται
πως οι οπαδοί του Χριστιανισμού πολλαπλασιάστηκαν γρήγορα από
τότε που ο Θεοδόσιος εφάρμοσε νέα μέτρα το 437, τα οποία απαγόρευαν
όλες τις αρχαίες δοξασίες. Η Χριστιανική κοινότητα δεχόταν μέλη
ιδιαίτερα καλής οικονομικής και κοινωνικής θέσης. Στα τέλη του
5ου αιώνα οι Χριστιανοί αποτελούσαν σχεδόν την πλειοψηφία του
πληθυσμού. Αυτό γίνεται σαφές, αν λάβουμε υπόψη την ιδιοποίηση
του ιερού του Ασληπειού από τους Χριστιανούς, που ακολούθησε τον
θάνατο του Proclus και μέχρι πρότινος αποτελούσε το κύριο ιερό
της Ακαδημίας. Την υπεροχή των Χριστιανών μαρτυρά και η προσωρινή
εξορία του Μαρίνου, νέου διευθυντή της Σχολής.
Η
τελική ήττα των παγανιστών επήλθε με το διάταγμα του Αυτοκράτορα
Ιουστινιανού το 529, το οποίο υποχρέωνε τη Νεο-Πλατωνική σχολή
να κλείσει. Οι τελευταίοι καθηγητές (Δαμάσκιος, Simplicius, Priscianus,
Ευλαμιος, Ερμειας, Διογένης και Ισίδωρος από της Γάζα) εγκατέλειψαν
την πόλη και αναζήτησαν καταφύγιο στην αυλή του Πέρση βασιλιά
Χοσρόη. Η κυριαρχία των Χριστιανών μεταφράζεται επίσης ως μετατροπή
των αρχαίων βωμών σε Χριστιανικούς ναούς.
Στα
μέσα του 6ου αιώνα ο Ναός της Αθηνάς παρθένου μετατράπηκε σε εκκλησία
της Παναγίας Αθηνιώτισας. Στις αρχές του 7ου αιώνα το Ερέχθειο
μετατράπηκε σε βασιλική με τρείς διαδρόμους, ο Ναός του Ηφαίστου
στην Αγορά αφιερώθηκε στον Άγιο Γεώργιο και αργότερα το ιερό της
Αρτέμιδος Αγροτερας στις όχθες του ποταμού Ιλισσού έγινε εκκλησία
αφιερωμένη στην Παναγία. Την ίδια περίοδο, ένας αριθμός εκκλησιών
χτίστηκε πάνω ή κοντά σε αρχαία μνημεία, όπως η βασιλική με τρείς
διαδρόμους που ήταν αφιερωμένη στους Αγίου Αναργύρους, που χτίστηκε
στην τοποθεσία του ιερού του Ασκληπειού και η βασιλική στο θέατρο
του Διονύσου.
Ενδιαφέρον
στοιχείο αποτελεί το γεγονός πως τα αρχαία ιερά αφιερώθηκαν σε
αγίους της Χριστιανικής θρησκείας με παρόμοιες ικανότητες. Το
ιερό του Ασκληπειού έγινε ο ναός των Αγίων Αναργύρων (Άγιοι με
θεραπευτικές ικανότητες) και το συντριβάνι καθαγιάστηκε. Ο ναός
του αρχαίου ιατρού Τοξαρη μετατράπηκε σε ναό του Αγίου Ιωάννη,
θεραπευτή του πυρετού. Η συνήθεια αυτή συνεχίστηκε και κατά την
επόμενη περίοδο. Τα σπήλαια της Ακρόπολης επίσης μετατράπηκαν
σε Χριστιανικούς ναούς. Για παράδειγμα, το σπήλαιο του Πανός έγινε
παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου και το σπήλειο της Κλεψύδρας έγινε
παρεκκλήσι των Αγίων Αποστόλων.
Κατά
τους δύο τελευταίους αιώνες της αρχαιότητας η Αθήνα ευημέρησε,
γεγονός που αποδεικνύεται από την ύπαρξη πολυάριθμων εργαστηρίων
που ήρθαν στο φως, αλλά και από τη νέα οχύρωση της πόλης από τον
Αυτοκράτορα Ιουστινιανό στην περιοχή που δέσποζε παλαιότερα το
Θεμιστόκλειο τείχος, πράγμα που υποδηλώνει την επέκταση της πόλης.
Στα
τέλη του 6ου αιώνα (582), πάντως, οι Σλάβοι και οι Αβαροι
επιτέθηκαν στην πόλη καταστρέφοντάς
την ολοκληρωτικά. Η εισβολή αυτή σηματοδοτεί τη μετάβαση σε
μία νέα εποχή, για την οποία δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες.
Η νέα αυτή εποχή αποτέλεσε το προϊόν σειράς αλλαγών (διοικητικών,
οικονομικών και κοινωνικών) σε όλη την αυτοκρατορία, που με
τη σειρά τους τερμάτισαν τον θεσμό των πόλεων όπως ήταν γνωστές
από την αρχαιότητα, δηλαδή ως αυτόνομα κέντρα.
|