ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
1834-1911
Η πρώτη πρωτεύουσα της Αθήνας ήταν το Ναύπλιο στην Πελοπόννησο.
Πολύ σύντομα, πάντωςμ η Αθήνα ανέλαβε αυτό τον ρόλο. Η επιλογή
της Αθήνας ενείχε αρκετά συμβολικά και πρακτικά πλεονεκτήματα.
Η πόλη ήταν το επίκεντρο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, που
κυριαρχούσε στην ιδεολογία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Επιπλέον, αφόρου η Αθήνα καταστράφηκε από τις πολεμικές εκστρατείες
κατά την Ελληνική Επανάσταση, ήταν εφικτή η δημιουργία μίας νέας
πόλης, απαλλαγμένης από το Οθωμανικό παρελθόν.
Άρχισαν
ρυμοτομικές μελέτες ώστε να μπορέσει η Αθήνα να λειτουργήσει ως
νέα πρωτεύουσα. Η πρώτη μελέτη των αρχιτεκτόνων Σταμάτη Κλεάνθη
και Eduard Schaubert είχε στόχο να αναδείξει τους αρχαίους θησαυρούς
και τα νέα δημόσια κτήρια του βασιλείου. Το γεγονός πως ο Όθωνας,
γιός του Λουδοβίκου της Βαυαρίας και θαυμαστής του αρχαίου ελληνικού
πολιτισμού, είχε επιλεχθεί ως πρώτος βασιλιάς της Ελλάδος, τόνιζε
την ταυτότητα της πρ4ωτεύουσας ως σύμβολο του ένδοξου παρελθόντος
και ως διοικητικό κέντρο ενός οργανωμένου σύγχρονου κράτους.
Ο
Κλεάνθης και ο Schaubert οραματίστηκαν τη δημιουργία μίας πόλης
ισότιμης με τις άλλες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, έτσι απαιτούταν
ο εκσυγχρονισμός του αστικού τοπίου με την προσθήκη μεγάλων ανοιχτών
χώρων και πρασίνου, ευρείων δρόμων και λεωφόρων. Το σχέδιό τους
περιελάμβανε την κατεδάφιση της παλιάς Οθωμανικής πόλης και τη
μεταφορά του κέντρου της Αθήνας μεταξύ της πλατείας Ομονοίας και
της πλατείας Συντάγματος.
Ο
πληθυσμός της πόλης άλλαξε τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, από
6.000 κατοίκους το 1832 σε 41.000 το 1870. Η Αθήνα έγινε πόλος
έλξης για ανθρώπους από άλλα αστικά κέντρα της Ελλάδος και της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθώς και για Έλληνες της διασποράς που
ήρθαν για να εργαστούν στις δημόσιες υπηρεσίες, μετανάστες που
ήρθαν για να εργαστούν ως εργάτες και μικρούς εμόρους και βιοτέχνες.
Η
πόλη επεκτινόταν χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σχεδιασμό και υπήρχε
μόνο κάποιος αυθόρμητος χωρισμός των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων
ανά περιοχή. Οι κατώτερες τάξεις εγκαταστάθηκαν στις νότιες και
νοτιοδυτικές συνοικίες, στο παλαιό Οθωμανικό τμήμα της πόλης,
στο Θησείο, στου Ψυρρή και αργότερα στο Μεταξουργείο και στο Γκάζι.
Οι κάτοικοι των μεσαίων και υψηλότερων κοινωνικών τάξεων εγκαταστάθηκαν
στο σημερινό κέντρο της όλης και γύρω από τη λεωφόρο Βασιλίσσης
Σοφίας.
Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου
Όντας
πρωτεύουσα της χώρας, η Αθήνα ήταν στενά συνδεδεμένη με γεγονότα
που καθόρισαν την ιστορία του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Ο
Βασιλιάς Όθωνας επιχείρησε να λειτουργήσει ως απόλυτος μονάρχης
και, όπως γράφει ο Thomas Gallant, “δεν ήταν ούτε αρκετά σκληρός
για να τον φοβούνται, ούτε αρκετά φιλεύσπλαχνος για να αγαπηθεί,
ούτε αρκετά ανταγωνιστικός για να κερδίσει τον σεβασμό”.
Το
1843 η δημόσια δυσαρέσκεια προς το πρόσωπό του είχε πάρει μεγάλες
διαστάσεις καθώς αυξάνονταν οι λαϊκές απαιτήσεις για σύνταγμα.
Αρχικά ο Όθωνας αρνήθηκε να παραχωρήσει σύνταγμα, αλλά όταν τα
γερμανικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από το βασίλειο έλαβε χώρα στρατιωτικό
πραξικόπημα.
Στις
3 Σεπτεμβρίου 1843 το πεζικό καθοδηγούμενο από τον Συνταγματάρχη
Καλλέργη και ο σεβαστός αρχηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης συγκεντρώθηκαν
στην πλατεία μπροστά από το Παλάτι στην Αθήνα. Με την προσθήκη
αρκετού λαού της μικρής πρωτεύουσας, οι εξεγερμένοι αρνήθηκαν
να αποχωρήσουν εαν ο βασιλιάς δεν παραχωρούσε σύνταγμα, σύμφωνα
με το οποίο τα
μέλη του Συμβουλίου θα ήταν Έλληνες, θα συγκαλούταν μόνιμη εθνική
συνέλευση και ο Όθωνας θα ευχαριστούσε προσωπικά τους ηγέτες της
εξέγερσης.
Έχοντας
μικρή υποστήριξη, εφόσον είχαν αποχωρήσει τα γερμανικά στρατεύματα,
ο Βασιλιάς Όθωνας ενέδωσε στην πίεση και συμφώνησε με τις απαιτήσεις
του πλήθους, παρά τις ενστάσεις της βασίλισσας Όλγας. Η πλατεία
μετονομάστηκε σε πλατεία Συντάγματος για να θυμίζει τα γεγονότα
του Σεπτεμβρίου του 1843. Για πρώτη φορά ο βασιλιάς είχε Έλληνες
στο συμβούλιό του και το Γαλλικό, το Αγγλικό και το Ρωσικό κόμμα
(αναλόγως με το ποιά από τις μεγάλες υποστήριζαν αντίστοιχα) πάλεψαν
για την εξουσία.
Ταραγμένες εποχές
Η
Αθήνα υπέφερε κατά την περίοδο 1854 – 1857 όταν το λιμάνι του
Πειραιά αποκλείστηκε από Βρετανικές και Γαλλικές δυνάμεις ώστε
να εμποδιστεί η Ελλάδα να συμμετάσχει στο πλευρό της Ρωσίας στον
Πόλεμο της Κριμαίας. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο
όταν ξέσπασε επιδημία χολέρας στην Αθήνα.
Κατά
τα επόμενα χρόνια η δυσαρέσκεια αυξανόταν προς το πρόσωπο του
Όθωνα εξαιτίας της ανάμειξής του στα πολιτικά ζητήματα της Ελλάδας,
γεγονός που οδήγησε σε γενικευμένο αντιβασιλικό κίνημα μέχρι το
1862, οπότε και εξορίστηκε από την Ελλάδα.
Την
περίοδο πριν την έλευση του Βασιλέως Γεωργίου του 1ου το 1863,
διαδόχου του Όθωνα, διάφορα κόμματα συναγωνίστηκαν για τον πολιτικό
έλεγχο με αποτέλεσμα το βίαιο ξέσπασμα του Ιουνίου του 1863, γνωστό
ως “Ιουνιανά”, όπου πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Οι συγκρούσεις
τερματίστηκαν με τον διορισμό προσωρινής κυβέρνησης, η οποία παρέμεινε
στην εξουσία μέχρι την άφιξη του Βασιλέως Γεωργίου του 1ου.
Η Αθήνα μεγαλώνει
Κατά
τις δεκαετίες που ακολούθησαν, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα,
οι επόμενες κυβερνήσεις προσπάθησαν να εκσυγχρονίσουν και να ενδυναμώσουν
την οικονομία της χώρας. Ήταν τότε που οι πρώτες ζωτικές υποδομές
δημιουργήθηκαν:
•
σιδηρόδρομος Αθηνών-Πειραιώς
• το εργοστάσιο γκαζιού (Γκάζι, σημερινή Τεχνόπολη)
• Νοσοκομείο Ευαγγελισμός
• πολυάριθμα δημόσια κτήρια
Ήταν
επίσης η ίδια περίοδος κατά την οποία αυξανόμενα κύματα μεταναστών
αύξησαν τον πληθυσμό της Αθήνας σε 123:000 το 1896. Η πόλη επεκτάθηκε
προς τα νότια και νοτιοδυτικά (Μεταξουργείο και Γκάζι) καθώς και
προς τα βόρεια και βορειοδυτικά (Νεάπολη, Εξλαρχεια και Κολωνάκι).
Η
πρώτη βιομηχανική ανάπτυξη δεν αλλοίωσε τον χαρακτήρα της πόλης.
Η Αθήνα παρέμεινε μία πόλη εμπόρων και βιοτεχνών με μεγάλο αριθμό
δημοσίων υπαλλήλων. Το λιμάνι του Πειραιά, αντίθετα, εξελίχθηκε
ραγδαία σε βιομηχανική ζώνη.
Η
Αθήνα δεν ήταν μόνο η πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους αλλά επίσης
επίκεντρο για όλους τους Έλληνες της διασποράς. Αυτό συνδυάστηκε
με τον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα (προσάρτηση εδαφών που διοικούνταν
από άλλη χώρα στα πλαίσια κοινού εθνολογικού και/ή ιστορικού υπόβαθρου)
σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου ζούσαν ελληνόφωνες
κοινότητες.
Το
θεσμικό πλαίσιο της Αθήνας, ιδιαίτερα το εκπαιδευτικό σύστημα,
και η Ευρωπαϊκή της αύρα, προσέλκυαν τόσο τον Ελληνορθόδοξο πολιτισμό
όσο και τους Έλληνες της διασποράς. Πλούσιοι Έλληνες που ζούσαν
στο εξωτερικό συνέβαλαν σημαντικά στη δημιουργία βιομηχανικής
υποδομής και στην ίδρυση πολυάριθμων εκπαιδευτικών και πολιτιστικών
ιδρυμάτων.
Ο Ελληνο-Τουρκικός πόλεμος
Στα
τέλη του 1896 ξέσπασε αντάρτικο στην Κρήτη και στις 21 Ιανουαρίου
1897 τάγμα του ελληνικού στρατού κατέφθασε στην Κρήτη για να απελευθερώσει
το νησί από τον Οθωμανικό ζυγό ώστε να ενωθεί με την Ελλάδα. Οι
Ευρωπαϊκές δυνάμεις, πάντως, αναμείχθηκαν και ανακήρυξαν την Κρήτη
διεθνές προτεκτοράτο. Η ελληνικός στρατός υποχώρησε στην ηπειρωτική
Ελλάδα, όπου δοκίμασε να προχωρήσει βόρεια, προς τη Θεσσαλία και
την Ήπειρο. Αυτό σήμανε την έναρξη του Ελληνο-Τουρκικού Πολέμου.
Στη
Θεσσαλία οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει έξι μεραρχίες 60.οοο ανδρών
περίπου υπό την καθοδήγηση του Εθεμ Πασά, ενώ μια έβδομη μεραρχία
προστέθηκε αργότερα. Οι Έλληνες, με ηγέτη τον Πρίγκηπα Κωνσταντίνο,
αριθμούσαν λίγο κάτω από 46.000. Οι Έλληνες ήλεγχαν τη θάλασσα,
υπερτερώντας των Τούρκων τόσο σε αριθμό όσο και σε οπλισμό.
Στις
αρχές Απριλίου ελληνικά στρατεύματα διέσχισαν τα σύνορα, προσπαθώντας
να προκαλέσουν εξέγερση στη Μακεδονία. Οι στρατοί συαντήθηκαν
στην τοποθεσία Μάτι. Οι Έλληνες υστερούσαν σε αριθμό και οπισθοχώρησαν
στη Λάρισα, η οποία εκκενώθηκε. Κοντά στα Φάρσαλα οι Έλληνες ανέκτησαν
τον έλεγχο και σχεδιάστηκε αντεπίθεση. Πάντως το ελληνικό φρόνημα
υπέστη πλήγμα και τα ελληνικά στρατεύματα διασώθηκαν επειδή ο
Οθωμανός Σουλτάνος διέταξε εκεχειρία στις 2 Μαΐου.
Στην
Ήπειρο οι Έλληνες αριθμούσαν 15.000 που είχαν να αντιμετωπίσουν
30.000 Τούρκους υπό τον Ahmet Hifi Πασά. Στης 18 Απριλίου οι Τούρκοι
άρχισαν να βομβαρδίζουν την Άρτα αλλά απέτυχαν να καταλάβουν την
πόλη. Κατά την υποχώρησή τους προς τη Φιλιππιάδα οι Τούρκοι οχυρώθηκαν
και οι Ελληνικές δυνάμεις αντεπιτέθηκαν, αλλά στις 15 Μαΐου αναγκάστηκαν
να υποχωρήσουν έχοντας υποστεί βαρειές απώλειες, επειδή οι ενέργειες
ενδυνάμωσης απέτυχαν.
Η
ειρηνευτική συνθήκη υπογράφτηκε στις 20 Σεπτεμβρίου, με τη μεσολάβηση
των Ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η Τουρκία έλαβε μεγάλο χρηματικό ποσό
ως αποζημίωση και κέρδισε κάποια μικρά εδάφη στα σύνορα με τη
Θεσσαλία. Αυτή ήταν η μοναδική των περιπτώσεων ελληνοτουρκικής
διαμάχης όπου η Ελλάδα υποχρεώθηκε να εκχωρήσει εδάφη στους Τούρκους.
Οι
αρχές του 20ου αιώνα στην Αθήνα σημαδεύτηκαν από σειρά διαμαχων.
Τα πρώτα γεγονότα, τα “Ευαγγελιακά” τον Νοέμβριο του 1901, αφορούσαν
στη μετάφραση της Βίβλου στην ελληνική δημοτική γλώσσα. Τα “Ορεστειακά”
το 1903 αφορούσαν στη μετάφραση των Ορέστειων του Σοφοκλή. Και
στις δύο περιπτώσεις ήταν έκδηλο το ιδεολογικό καινό μεταξύ των
υποστηρικτών της Καθαρεύουσας, της επίσημης γλώσσας που έμοιαζε
με τα αρχαία ελληνικά, και των υποστηρικτών της χρήσης της δημοτικής
γλώσσας. Οι διαμάχες αντικατόπτριζαν επίσης το γενικότερο συναίσθημα
κοινωνικών αναταραχών στην Αθήνα.
Εκσυγχρονισμός
Η
απογοήτευση που είχε προκληθεί από τις σοβαρές οικονομικές δυσκολίες,
η ήττα στον Ελληνο-Τουρκικό πόλεμο το 1897 και η γενική δυσπιστία
ως προς το πολιτικό καθεστώς οδήγησαν στο Πραξικόπημα του Γουδιου
το 1908 μέσω του οποίου 1.300 κατώτεροι αξιωματικοί οργανώθηκαν
ως “Στρατιωτικός Σύνδεσμος”. Οι στόχοι του ήταν η αναδιοργάνωση
του στρατού και η βελτίωση της στρατιωτικής δύναμης, των κρατικών
θεσμών και λειτουργιών της χώρας
Το
κίνημα αυτό αποτέλεσε σημείο αναφοράς στην εκσυγχρονιστική διαδικασία
της Ελλάδος. Έφερε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην Αθήνα και συνέβαλλε
στη διαμόρφωση νέας εθνικής και διεθνούς πολιτικής που σκοπό είχαν
τον κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό καθώς και
την επέκταση του κράτους.
Την
ίδια περίοδο, στις αρχές του 20ου αιώνα, ολοκληρώθηκαν επιπλέον
έργα υποδομών ζωτικής σημασίας
στην Αθήνα, καθώς ηλεκτροδοτήθηκε το σύνολο της πόλης, αναπτύχθηκε
το δίκτυο των μέσων μαζικής μεταφοράς, χαράχθηκαν δρόμοι, αναμορφώθηκαν
δημοτικές διοικητικές υπηρεσίες του δήμου αθηναίων (που είχε ιδρυθεί
το 1835) και κατασκευάστηκαν δημόσια σφαγεία για λόγους υγιεινής.
Οι περισσότερες από αυτές τις πρωτοβουλίες απέκτησαν σάρκα και
οστά κατά τη θητεία των δημάρχων Σπύρου Μερκούρη και Εμμανουήλ
Μπενάκη.
|