Ιεροί ναοί στην Αθήνα
Σωτήρα Λυκόδημου
Η
Ρωσική Εκκλησία
Ο ναός του Σωτήρα Λυκοδημου, το μεγαλύτερο μεσαιωνικό κτήριο της
Αθήνας, που είναι επίσης γνωστό ως η Ρωσική εκκλησία, βρίσκεται
στη συμβολή της οδού Φιλελλήνων με τη λεωφόρο Αμαλίας. Πρόκειται
για ένα από τα σημαντικότερα Βυζαντινά μνημεία του 11ου αιώνα.
Τον 19ο αιώνα η εκκλησία αυτή αφιερώθηκε στην Αγία Τριάδα. Είναι
ο ενοριακό ναός της ρωσικής κοινότητας στην Αθήνα.
Το
όνομα Σωτήρα Λυκόδημου συσχετίζεται με την αρχική αφιέρωση του
ναού στη Μεταμόρωση του Σωτήρος και με το όνομα ενός δωρητή, αν
και υπήρξαν πολλές διαφοροποιήσεις έκτοτε. Από τις σημαντικότερες
διαφοροποιήσεις, “Σωτήρα Λυκόδημου” ή “Σωτήρα Νικοδεμος”, η πρώτη
είναι περισσότερο αποδεκτή καθώς είναι αυτή που επιβίωσε εως σήμερα
από στόμα σε στόμα. Ο ναός είναι, πάντως, γενικά γνωστός ως η
Ρωσική εκκλησία επειδή αποτελεί το επίκεντρο της Ορθόδοξου Ρωσικής
κοινότητας.
Ο
βυζαντινός αυτός ναός χτίστηκε λίγο πριν το 1031 εντός του αμυντικού
τείχους της πόλης. Υπάρχουν δύο επιγραφές στο βόρειο τοίχο του
ναού όπου αναφέρεται η ημερομηνία θεμελίωσής του. Η πρώτη επιγραφή
αναφέρεται στο έτος 1031 ενώ η δεύτερη επιγραφή αναφέρει πως ο
Στέφανος, ο μεγαλύτερος δωρητής, απεβίωσε το 1044. Οι αρχαιολογικές
έρευνες του 19ου αιώνα απέδειξαν πως ο ναός χτίστηκε στην τοποθεσία
όπου παλαιότερα βρισκόταν πρωτοχριστιανική βασιλική, η οποία με
τη σειρά της είχε χτιστεί πάνω στα ερείπια ρωμαϊκού λουτρού.
Σε
σύγκριση με άλλα Βυζαντινά μνημεία στην Αθήνα, ο ναός είναι πλατύς.
Ακόμα και σήμερα, παρά το γεγονός πως περιβαλλεται από πολύ μεγαλύτερα
κτήρια, κυριαρχεί ακόμα στην περιοχή λόγω του μεγέθους και της
ποιότητας της κατασκευής.
Ο
ναός έχει οκταγωνικό σχήμα και τρούλλο. Εσωτερικά, ο τρούλλος,
με τον χαμηλό σπόνδυλο του κίονα, ενοποιεί τον χώρο. Η ίδια ενοποιημένη
αίσθηση μεγαλοπρέπειας κυριαρχεί και εξωτερικά. Επίσης, η αίσθηση
βαρύτητας και δύναμης που δημιουργείται από τον όγκο του κτηρίου
και την χαμηλή οροφή, εξουδετερώνεται από την κάθετη κίνηση των
ψηλών, τρίπλευρων στενών αψίδων και των πλευρικών πυλών.
Η
τοιχοποιία ακολουθεί περίτεχνα τον τύπο cloisonne. Η πλούσια δομή
από οπτόπλινθους (ψευδοκουφικά γράμματα και γεισίπους) με την
αναλλακτική χρήση τούβλων και λίθων, δίνουν στο εξωτερικό τη λαξευτή
μορφή του. Η κουφική διακόσμηση (διακοσμητικά στοιχεία που μιμούνται
την παλαιά αραβική γραφή στην οποία γράφτηκε για πρώτη φορά το
Κοράνι στην πόλη Κούφα του σημερινού Ιράκ) είναι εμφυτευμένη στους
τοίχους, σε μικρές κεραμεικές πλάκες και σχηματίζει διάζωμα κατα
μήκος των βόρειων και ανατολικών τοίχων. Στο νότιο τοίχο παρατηρούμε
κάποιες αυθεντικές τοιχογραφίες του Χριστού, του Αγίου Στεφάνου
και του Αποστόλου Ιωάννη.
Ο
ναός ήταν καθολικό (κύρια εκκλησία) μοναστηρίου κατά τη Βυζαντινή
και την Οθωμανική περίοδο. Υπέστη ζημιές από φυσικές καταστροφές,
πολέμους και την έλλειψη σεβασμού διάφορων επιδρομέων. Εκτός από
την καταστροφή του 1687 κατά την επιδρομή των Ενετικών στρατευμάτων
του Francesco Morosini, ο ναός υπέστη νέες καταστροφές εξαιτίας
σεισμού το 1701.
Το
1780 όταν ο Αλί Χαξεκι έχτισε και πάλι το αμυντικό τείχος, όλα
τα πρόσθετα μοναστικά κτήρια κατεδαφίστηκαν. Ήταν τότε που ο ναός
έγινε μέρος της ενορίας της Μονής Καισαριανής. Η εκκλησία υπέστη
νέες ζημιές το 1827, λίγο μετά από την Ελληνική Επανάσταση.
Η
μισοερειπωμένη εκκλησία αγοράστηκε από τη Ρωσική Κυβλερνηση το
1847 και έγινε μέρος της ενορίας της Ρωσικής κοινότητας της Αθήνας.
Το 1850 το κτήριο αναστυλώθηκε με παρέμβαση του Τσάρου Αλεξάνδρου
του 2ου. Τότε προστέθηκε ο θρόνος του επισκόπου και το βαρύ κωδωνοστάσιο,
ενώ το εσωτερικό διακοσμήθηκε. Οι μεταβυζαντινές τοιχογραφίες
αντικαταστάθηκαν από έργα του Γερμανού καλλιτέχνη Ludwig Thiersch
ενώ το χαμηλό μαρμάρινο Βυζαντινό τέμπλο, για το οποίος υπάρχουν
ταξιδιωτικές αναφορές, αντικαταστάθηκα από ψηλό Ρωσικό τέμπλο.
Ludwig
Tiersch
Ο
Γερμανός ζωγράφος Ludwig Thiersch (1825-1909) δίδασκε
τέχνη στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Η παρουσία του
επηρέασε την τέχνη στην Ελλάδα μέσα από τη διάδοση του
Ναζαρηνού ρυθμού, όπου χρησιμοποιούνται θέματα από τη
ζωή του Χριστού. Ο Ludwig Thiersch επηρεάστηκε με τη σειρά
του από το έργο του διάσημου Αναγεννησιακού ζωγράφου,
Raphael.
Το
έργο του Ludwig Thiersch στη Ρωσική Εκκλησία της Αθήνας
(με τη βοήθεια του Σπυρίδωνα Χατζηγιαννόπουλου και του
Νικηφόρου Λύτρα) ήταν ζωτικό για τη μετέπειτα ανάπτυξη
της ελληνικής τέχνης. Καθιέρωσε ένα νέο είδος θρησκευτικής
ζωγραφικής που μιμούταν δυτικές εικαστικές παραδόσεις.
|
Παρόλο
που οι παραπάνω διαφοποποιήσεις αντικατοπτρίζουν τη Ρωσική αντίληψη
για την τέχνη, καστέστρεψαν τον Βυζαντινό χαρακτήρα του ναού.
Οι εργασίες τελούσαν υπό την επίβλεψη του Έλληνα μηχανικού Τηλέμαχου
Βλασσόπουλου και του προέδρου της Ρωσικής κοινότητας, του Κοσμήτορα
Antonin Kapustin.
Antonin
Kapustin
Ο
Ρώσος κληρικός Antonin Kapustin (1817-1894) ήταν ένας
από τους πρώτους που μελέτησαν τα Βυζαντινά μνημεία της
Αθήνας. Ήταν θεολόγος και καθηγητής στη Θεολογική Ακαδημία
του Κιέβου και έγινε εφημέριος της Ρωσικής Εκκλησίας στην
Αθήνα. Με τη γνώση και το χάρισμα που τον διέκρινε, επέβλεψε
τις ανασκαφές στα Ρωμαϊκά λουτρά κάτω από την εκκλησία
αλλά και τις εργασίες αναστύλωσης του ναού.
Παραλείποντας
να αξιολογήσουμε την αλλοίωση της αρχικής μορφής του ναού,
οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως η αναστύλωση Βυζαντινού
ναού ήταν σημαντικό γεγονός εκείνη την εποχή, τη στιγμή
που πολλά άλλα Βυζαντινά μνημεία είχαν εγκαταλειφθεί,
επειδή είχε δωθεί προτεραιότητα στα αρχαία μνημεία ή λόγω
του ανεπαρκούς δημοτικού προγραμματισμού.
Τα
αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας του Kapustin δημοσιεύονταν
στην “Αρχαιολογική Εφημερίδα” και αργότερα σε ρωσική μονογραφία.
Το 1874, η Ρωσική Ακαδημία Επιστημών δημοσίευσε το έργο
του “Πρωτοχριστιανικές Επιγραφές στην Αθήνα”, την πρώτη
συστηματική καταγραφή των Βυζαντινών επιγραφών, η οποία
χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα από τους ειδικούς. Ο
Kapustin δημοσιεύσε επίσης μία λίστα με πολυάριθμα έγγραφα
από την ενορία του Αγίου Τάφου στην Αθήνα. |
Η Ορθόδοξος Ρωσική Κοινότητα της Αθήνας
Το
ενδιαφέρον του Ρώσου Τσάρου Νικολάου του 1ου προς τα ελληνικά
ζητήματα ήταν έκδηλο τα πρώτα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης
και της ίδρυσης του Ελληνικού Κράτους (1830). Η Ρωσική Πρεσβεία
στην Αθήνα θεωρούσε τη Ρωσική Εκκλησία σημείο ενδιαφέροντος. Τελικά
ο ναός αγοράστηκε από τη Ρωσική Κυβέρνηση και επισκευάστηκε με
πόρους από τη Ρωσική κοινότητα.
Όσοι
είχαν αρμοδιότητες στην εκκλησία ήταν άτομα με υψηλό κοινωνικό
και μορφωτικό υπόβαθρο και ηγετικές προσωπικότητες της Ρωσικής
κοινότητας. Οι ποικίλλες φιλανθρωπικές τους δραστηριότητες περιελάμβαναν
την ίδρυση του ελληνικού κλήρου και την αναστύλωση πολλών εκκλησιών
και μοναστηρίων ανά την Ελλάδα. Αυτές οι σραστηριότητες αντικατόπτριζαν
και υπηρετούσαν τους σκοπούς της Ρωσικής κυβέρνησης σχετικά με
τα θρησκευτικά και πολιτικά ζητήματα του νεοσύστατου Ελληνικού
Κράτους.
Η,
γεννημένη στη Ρωσία, Βασίλισσα Όλγα συνέβαλε ιδιαίτερα στην ανάπτυξη
της Ρωσικής κοινωνίας στην Αθήνα και στην θέσπιση της Ρωσικής
εκκλησίας ως πολιτιστικό πυρήνα που ασκούσε επιροή στη θρησκευτική
μουσική, ζωγραφική και ενδυμασία.
|