Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Το Εθνικό Αρχαιολογικό
Μουσείο, το μεγαλύτερο και αντιπροσωπευτικότερο μουσείο στην Ελλάδα,
βρίσκεται στο κέντρο της πόλης στο οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ
των οδών Τοσίτσα, Ηπείρου, Μπουμπουλίνας και 28ης Οκτωβρίου (Πατησίων),
όπου βρίσκεται η είσοδός του.
Χτίστηκε
σε τρείς φάσεις κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και, παρά
τις πολλές διαφοροποιήσεις και προσθήκες που υπέστη ώστε να ανταποκρίνεται
στις νέες ανάγκες, το κτήριο διατηρεί τον ναοκλασικό του χαρακτήρα.
Η ανάγκη δημιουργίας αρχαιολογικού μουσείο ήταν έκδηλη ήδη από
την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους.
Το
πρώτο τέτοιο μουσείο ιδρύθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια στην
Αίγινα το 1829 και όταν η Αθήνα έγινε η πρωτεύουσα του κράτους,
οι αρχαιολογικές συλλογές στεγάστηκαν σε διαφορετικούς χώρους
(το Ηφαίστειον, το Πανεπιστήμιο και την Τεχνική Σχολή). Το 1858
έλαβε χώρα διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για να επιλεχθεί
η τοποθεσία και το σχέδιο του μουσείου.
Το
1865 η Ελένη Τοσίτσα δώρησε μία μεγάλη έκταση γης κοντά στην Τεχνική
Σχολή, για να ανεγερθεί εκεί το κτήριο. Υπήρχε μεγάλο διαθέσιμο
ποσό για την κατασκευή του κτηρίου ήδη από το 1858, το οποίο είχε
δωρηθεί από τον Δημήτριο Βερναρδάκη από την Αγία Πετρούπολη. Οι
εργασίες κατασκευής ξεκίνησαν το 1866 και ολοκληρώθηκαν το 1880.
Τα
αρχικά σχέδια δημιουργήθηκαν από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Ludwig
Lange και, έπειτα από μερικές διαφοροποιήσεις, υλοποιήθηκαν από
τον Παναγιώτη Χαλκο, τον υπεύθυνο αρχιτέκτονα. Η δυτική πτέρυγα
του επονομαζόμενου “Κεντρικού Μουσείου” ολοκληρώθηκε το 1874.
Με πρωτοβουλία του Χαριλάου Τρικούπη, το μουσείο μετονομάστηκε
σε “Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο” το 1881. Η νότια πτέρυγα ολοκληρώθηκε
τέσσερα χρόνια αργότερα και η ανατολικότερη πτέρυγα ολοκληρώθηκε
το 1889.
Ο
διάσημος αρχιτέκτονας Ernst Ziller ανέλαβε την τελευταία φάση
του σχεδίου το 1888. Επανασχεδίασε την πρόσοψη του κτηρίου και
διαροφοποίησε το αρχικό σχέδιο. Το 1891, η Αρχαιολογική Εταιρεία
δώρησε τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία προέρχονταν από διάφορες
ανασκαφές στην Ελλάδα, στο μουσείο. Λόγω του μεγάλου αριθμού των
αρχαιολογικών ευρημάτων τον 20ο αιώνα, το μουσείο έπρεπε να επεκταθεί.
Τα μικρά κτήρια κοντά στην ανατολική πλευρά και στην αψίδα του
αρχικού κτηρίου έπρεπε να κατεδαφιστούν, για να αρχίσουν οι εργασίες
κατασκευής της ανατολικής διόροφης πτέρυγας, που σχεδιάστηκε από
τον Γ. Νομικό. Οι εργασίες αυτές ολοκληρώθηκαν το 1939 και όλα
τα γραφεία μεταφέρθηκαν εκεί.
Κατά
τη διάρκεια του Δευτέρου παγκοσμίου Πολέμου, όλα τα ευρήματα τοποθετήθηκαν
σε κουτιά και θάφτηκαν. Άρχισαν βαθμιαία να εκτίθενται και πάλι
μεταξύ 1945 και 1964 υπό την επίβλεψη του διευθυντή Χρίστου Καρούζου.
Παράλληλα, χτίστηκαν αποθηκευτικοί χώροι στη βόρεια πτέρυγα του
παλαιού κτηρίου. Το κτήριο υπέστη σοβαρές ζημιές το 1999 εξαιτίας
του σεισμού. Έτσι, το μουσείο έκλεισε για το κοινό, ώστε να επιδιορθωθεί
και να ανακαινιστεί για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Τον
Ιούνιο του 2004, ένα τμήμα των συλλογών άρχισε να εκτίθεται στο
κοινό. Ένα χρόνο αργότερα άρχισαν να εκτίθενται και οι υπόλοιπες
συλλογές στους δύο ορόφους του μουσείου.
Προϊστορική Συλλογή
Η
Προϊστορική Συλλογή εκτίθεται στις αίθουσες 3 εως 6 του ισογείου.
Στην αίθουσα 5 συναντούμε Νεολιθικά αντικείμενα (6800-3300 π.Χ.)
και αντικείμενα από την πρώιμη και τη μέση Εποχή του Χαλκού (3η
χιλιετία π.Χ. και 2000-1700 π.Χ.).Υπάρχουν επίσης κεραμεικά ευρήματα
από σημαντικές Νεολιθικές τοποθεσίες στο Διμηνι και στο Σέσκλο
της Θεσσαλίας, καθώς και πρωτο ελλαδικά και μεσοελλαδικά κεραμεικά
ευρήματα από διάφορες τοποθεσίες στη Βοιωτία, την Αττική και τη
Φθιώτιδα. Τέλος, εκτίθενται κάποια αντικείμενα από τις ανασκαφές
του Σλήμαν στην Τροία.
Η
αίθουσα 6 φιλοξενεί την Κυκλαδική συλλογή με τα διάσημα μαρμάρινα
ειδώλια από κοιμητήρια του 3ου αιώνα π.Χ. μαζί με πολυάριθμα μπρούντζινα
εργαλεία και δοχεία. Αντικείμενα που είναι αντιπροσωπευτικά του
Μυκηναϊκού πολιτισμού εκτίθενται στην αίθουσα 4 και τα μικρότερα
από αυτά στην αίθουσα 3. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν τα εξαίσια ευρήματα
του 16ου αιώνα π.Χ. που έφερε στο φως ο Σλήμαν στους τάφους του
Μυκηναϊκού κύκλου Α, καθώς και ευρήματα από προγενέστερους τάφους
του κύκλου Β.
Αξιοσημείωτα
είναι:
•
οι χρυσές ταφικές μάσκες που κάλυπταν τα πρόσωπα
αποθανόντων ηγετών
• οι πέτρινες ανάγλυφες στήλες
• τα χρυσά δοχεία
• τα δείγματα ασημιού
• το ήλεκτρο (μίγμα χρυσού και αργύρου)
• τα κρύσταλα και ο αλάβαστρος
• τα χρυσά και τα κεχριμπαρένια κοσμήματα
• τα μικρά μπρούντζινα μαχαίρια που ήταν διακοσμημένα
με ένθετα στοιχεία, όπου απεικονίζονταν μάχες και
σκηνές κυνηγιού
Συναντούμε
επίσης ευρήματα από τους θολωτούς τάφους στις Μυκήνες και σε άλλες
τοποθεσίες στην Πελοπόννησο (Τίρυνθα και Δεντρα στην αργολίδα,
Πύλο στη Μεσσηνία και Βαφείο στη Λακωνία) που περιλαμβάνουν πέτρινα,
μπρούντζινα και κεραμικά δοχεία, ειδώλια, αντικείμενα από ελεφαντόδοντο,
χρυσές σφραγίδες και δαχτυλίδια με πολύτιμους και ημιπολύτιμους
λίθους, γυαλί και φαγέντσα.
Τα
αντικείμενα που κεντρίζουν ιδιαίτερα την προσοχή των επισκεπτών
είναι δύο χρυσά κύπελλα με ανάγλυφη διακόσμηση, από το Βαφείο
όπου απεικονίζονται σκηνές αιχμαλώτισης ταύρου.Συναντούμε επίσης
ευρήματα από την ακρόπολη των Μυκηνών, όπως μορφές από ελεφαντόδοντο
όπου απεικονίζονται δύο θεές με ένα παιδί, ένα χρωματιστό κεφάλι
από ασβεστόλιθο και το διάσημο πολεμικό αγγεία που χρονολογείται
στον 12ο αιώνα π.Χ..
Συλλογή γλυπτικής
Το
κυρίως τμήμα των αιθουσών του ισογείου χρησιμοποιείται για την
έκθεση γλυπτικής, από τον 7ο αιώνα π.Χ. εως τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Οι αίθουσες είναι οργανωμένες σε χρονολογική σειρά. Στην αίθουσα
7 οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν γλυπτά του Δαιδαλικού ρυθμού,
που χρονολογούνται στον 7ο αιώνα π.Χ. και περιλαμβάνουν τις πορώδεις
μετώπες από τον Ναό της Αθηνάς στις Μυκήνες και την κόρη (γυναικείο
άγαλμα) που ήταν αφιερωμένη στη Θεά Άρτεμης στη Δήλο από τον Νίκανδρο
από τη Νάξο. Πρόκειται για το παλαιότερο άγαλμα φυσικού μεγέθους
της αρχαίας εληνικής γλυπτικής.
Η
αίθουσα κυριαρχείται από τον κολοσσιαίο Γεωμετρικό αμφορέα που
αποδίδεται στον ζωγράφο του Διπυλου και είναι ένα από τα πρώτα
έργα τέχνης όπου απεικονίζεται η ανθρώπινη μορφή (750 π.Χ.), αντιπροσωπεύοντας
την έκθεση του σώματος του νεκρού και τον θρήνο για την απώλειά
του. Στις αίθουσες 8-13 συναντούμε τα Αρχαϊκά Γλυπτά που χρονολογούνται
από τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. εως τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ..
Μεγάλης σημασίας είναι και οι κούροι (αγάλματα αγοριών) από το
Σούνιο, την Ανάβυσσο και τη Βολομανδρα στην Αττική, από τη Μήλο
και το ιερό Πτωον στη Βοιωτία, συμπεριλαμβάνοντας το σημαντικό
ταφικό άγαλμα του Αριστόδικου (500 π.Χ.) που σημαδεύει την απελευθέρωση
της ανθρώπινης φιγούρας από την αρχαϊκή ακινησία και την αυστηρότητα
της κλασικής τέχνης. Το ίδιο σημαντικό είναι το άγαλμα της Φρασικλειας
(κόρη), που ανακαλύφθηκε στη Μερεντα στην Αττική.
Στις
αίθουσες 14 και 15 βρίσκονται έργα που ανήκουν στον Αυστηρό ρυθμό
(480-450 π.Χ,) και περιλαμβάνουν την αναθηματική στήλη ενός αθλητή
από το Σούνιο που τοποθετεί κότινο στο κεφάλι του, και ένα ανάγλυφο
από την Ελευσίνα όπου απεικονίζεται η Δήμητρα, η Περσεφόνη και
ο Τριπτοπόλεμος. Στην αίθουσα 15 ξεχωρίζει το διάσημο μπρούντζινο
άγαλμα του Δία, ή του Ποσειδώνα, από το Αρτεμήσιο στην Εύβοια,
που χρονολογείται στο 460 π.Χ. και αποδίδεται στον γλύπτη Κλαμανη.
Στην
αίθουσα 16 υπάρχουν ταφόπλακες από κοιμητήρια στην Αττική, όπως
αυτή από τάφο άνδρα στη Σαλαμίνα που χρονολογείται στο 430 π.Χ..
Η αίθουσα 17 διαθέτει τμήματα από μετώπες, γλυπτά από τη διακόσμηση
του Ναού της Ήρας στο Άργος με σκηνές Ελλήνων που πολεμούς τις
Αμαζόνες και ένα μαρμάρινο κεφάλι που προέρχεται από το άγαλμα
της θεάς.
Στην
αίθουσα 18 βρίσκονται ταφόπλακες, όπως αυτή της Εγεσου (τέλη του
5ου αιώνα π.Χ.) από το κοιμητήριο του Κεραμεικού. Η νεκρή γυναίκα
απεικονίζεται να κάθεται απέναντι από σκλάβο που κρατά θήκη κοσμημάτων
(πυξις). Οι αίθουσες 19 και 20 περιλαμβάνουν έργα από τη Ρωμαϊκή
περίοδο, αντίγραφα φημισμένων μπρούντζινων γλυπτών της Κλασικής
περιόδου. Η σημασία του αγάλματος της Βαρβακείου Αθηνάς (3ος αιώνας
π.Χ.) έγκειται περισσότερο στο γεγονός πως είναι αντίγραφο του
χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς στον Παρθενώνα που κατασκευάστηκε
από τον Φειδία, παρά στην αισθητική του αξία.
Δύο
γνωστά κομμάτια εκτίθενται στην αίθουσα 21, στη διαδρομή από το
ισόγειο προς τον πρώτο όροφο. Το άγαλμα του Διαδουμενου, ένα μαρμάρινο
Ρωμαϊκό αντίγραφο γλυπτού του Πολυκλειτου από το Άργος (μέσα του
5ου αιώνα π.Χ.) και το χάλκινο άγαλμα αναβάτη από το Αρτεμήσιο
που χρονολογείται στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ.. Στην αίθουσα 34,
στην άλλη πλευρά της σκάλας που οδηγεί στον πρώτο όροφο, υπάρχουν
αρκετές στήλες και ένας μαρμάρινος βωμός. Η αίθουσα 22 διαθέτει
αρχιτεκτονικά γλυπτά από τον Ναό του Ασκληπιειού στην Επίδαυρο
που χρονολογούνται στον 4ο αιώνα π.Χ.. Στις αίθουσες 23 και 24
συναντούμε ταφόπλακες του 4ου αιώνα π.Χ., μεταξύ των οποίων διακρίνεται
η ταφόπλακα του Ιλισσού (περ. 340 π.Χ.), που κατασκευάστηκε στο
εργαστήριο του φημισμένου γλύπτη Σκοπα.
Στις
αίθουσες 25 εως 27 κυριαρχούν τα αναθηματικά ανάγλυφα από διάφορες
περιοχές στην Ελλάδα, καθώς και ανάγλυφα με διάφορες πληροφορίες
από την Αττική. Στην αίθουσα 28 βρίσκονται έργα της ύστερης Κλασικής
περιόδου (4ος αιώνας π.Χ.), όπως το μπρούντζινο άγαλμα νεαρού
άνδρα από τον Μαραθώνα, πιθανώς έργο του Πραξιτέλη, και το μπρούντζινο
άγαλμα νεαρού εφήβου από τα Αντικύθηρα, που αποδίδεται στον Ευφρανορα.
Τα δύο αγάλματα χρονολογούνται στην περίοδο 340-330 π.Χ., όπως
και η ταφόπλακα του Αριστοναυτη.
Στις
αίθουσες 29-33 συναντούμε μπρούντζινα και μαρμάρινα αγάλματα της
Ελληνιστικής και της Ρωμαϊκής περιόδου, όπως το διάσημο άγαλμα
του Ποσειδώνα από τη Μήλο, τα κολοσσιαία αγάλματα του Δαμφωνα
από τον Ναό της Δεσποινας στην περιοχή Λυκοσουρα (Αρκαδία), τον
“τραυματισμένο Γαλατη” και την ομάδα αγαλμάτων της Αφροδίτης και
του Πανός από τη Δήλο. Επίσης υπάρχει το μπρούντζινο άγαλμα του
Οκταβιανού και η προτομή του Αντίνοου, προστατευόμενου του Αδριανού.
Χάλκινη συλλογή
ι
αρχαιότητες που εκτίθενται στην αίθουσα 36 ανήκαν στον Κωνσταντίνο
Καραπονα, πολιτικό και ερασιτέχνη αρχαιολόγο από την Ήπειρο. Προέρχονται
από τις ανασκαφές που διηύθυνε ο ίδιος στη Δωδώνη και στην Κέρκυρα,
αλλά επίσης και από αγορές. Η συλλογή περιλαμβάνει εξαίσια μπρούντζινα
αντικείμενα, κυρίως αγαλματίδια, όπως:
•
τον νεαρό άνδρα πάνω σε άλογο, από τη Δωδώνη (550-540
π.Χ.)
• Μία γυναίκα που φορά πέπλο, από την Πίνδο (460 π.Χ.)
• έναν σάτυρο που χορεύει, έργο Κορινθιακού εργαστηρίου
(δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ.)
Υπάρχουν
επίσης χαραγμένα μεταλλικά φύλλα, εργαλεία, καθρέπτες, σκεύη,
όπλα και τμήματα μεγάλων μπρούντζινων δοχείων από τη Δωδώνη, διάφορα
αγαλματίδια και μικρά τραπέζια από το υποδεέστερο ιερό της Άρτεμης
στην Κέρκυρα, καθώς και κεφάλια από Ρωμαϊκά αγάλματα και Αττικές
ταφόπλακες.
Στην
αίθουσα 37 συναντούμε μπρούντζινα αντικείμενα από διάφορες περιοχές
της Ελλάδας (αγαλματίδια, δοχεία, σκεύη, όπλα) της Γεωμετρικής
και της πρώιμης Αρχαϊκής περιόδου, καθώς και κοσμήματα κατασκευασμένα
από μέταλλα, που προέρχονται κυρίως από βωμούς. Στις αίθουσες
37α, 38 και 39 εκτίθενται αντικείμενα από μπρούντζο, κυρίως αγαλματίδια
αθλητών και ζώων, καθώς και κομμάτια δοχείων από τους βωμούς της
Ακρόπολης και της Ολυμπίας.
Αιγυπτιακή συλλογή
Η
Αιγυπτιακή συλλογή φιλοξενείται στις αίθουσες 40 και 41. Αποτελείται
κυρίως από δωρεές δύο Ελλήνων που ζούσαν στην Αίγυπτο, του Ιωάννη
Δημητρίου από την Αλεξάνδρεια και του Αλεξάνδρου Ροστοβιτς από
το Κάιρο.
Η
συλλογή αυτή άρχισε να εκτίθεται τελευταία, δίπλα σε άλλα έργα
τέχνης. Πρόκειται για μία από τις πλουσιότερες συλλογές παγκοσμίως,
περιλαμβάνοντας έργα τέχνης από τη Νεολιθική εως τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Συμπεριλαμβάνει επίσης μεγάλο αριθμό σαρκοφάγων και μουμιων.
Συλλογή
Σταθάτου
Η
συλλογή Σταθάτου στεγάζεται στην αίθουσα 42. Περιλαμβάνει 970
αντικείμενα που χρονολογούνται από τη Μέση Εποχή του Χαλκού εως
τη μεταβυζαντινή εποχή και αποτελείται κυρίως από κοσμήματα, μεταλλικά
αντικείμενα, είδη κεραμεικής καθώς και από λίθινα και κεραμεικά
αγγεία.
Ιδιαίτερης
καλλιτεχνικής αξίας θεωρούνται τα χρυσά κοσμήματα της Ελληνιστικής
περιόδου από τη Δημητρια στη θεσσαλία και από το Καρπενήσι.
Συλλογή
Θήρας
Η
συλλογή από τη Θήρα (Σαντορίνη) βρίσκεται στην αίθουσα 48 στον
πρώτο όροφο. Οι εντυπωσιακές νωπογραφίες από το Ακρωτήρι, με τα
ζωντανά τους χρώματα και την εξαίσια σύνθεση, θεωρούνται μερικά
από τα πιο περίτεχνα αντικείμενα των συλλογών του μουσείου. Το
γεγονός πως διατηρούνται σε άριστη κατάσταση οφείλεται στην ηφαιστειακή
έκρηξη στο νησί, που κάλυψε τα κτήρια των προϊστορικών πόλεων
με ηφαιστειακή στάχτη.
Τα
έργα ζωγραφικής περιλαμβάνουν τη σκηνή της ναυτικής επιχείρησης
με την αρχαιότερη γνωστή απεικόνιση πόλης στην αρχαία ελληνική
τέχνη, εικόνες αλιέων, πιθήκους, παιδιά που πυγμαχούν – μία από
τις αρχαιότερες γνωστές απαικονίσεις αθλητικού γεγονότος στην
Ελλάδα – και τη νωπογραφία της άνοιξης. Εκτός από τα παραπάνω
έργα, οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν είδη κεραμεικής, μπρούντζινα
και λίθινα τεχνήματα από τη Θήρα.
Είδη κεραμεικής και μικρά κοσμήματα
Η
συλλογή ειδών κεραμεικής και μικρών κοσμημάτων εκτίθεται στις
αίθουσες 49 εως 56 στον πρώτο όροφο. Τα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα
από την Πρωτογεωμετρική εως την ύστερη Κλασική περίοδο (11ος εως
4ος αιώνας π.Χ.) είναι οργανωμένα σε χρονολογική σειρά. Στην αίθουσα
49 παρατηρούμε αγγεία κυρίως από Αττικό εργαστήριοπου βρέθηκαν
στα κοιμητήρια της Νέας Ιωνίας, του Αρείου Πάγου, του Κεραμεικού
και του Διπυλου.
Σε
αυτή την αίθουσα οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν έναν αμφορέα
του Ζωγράφου του Διπυλου, όπου απεικονίζεται επικήδεια τελετή
παρόμοια με αυτή της συλλογής στην αίθουσα 7. Συναντούμε επίσης
διάφορα κεφάλια ειδωλίων από το Αμυκαιο στη Λακωνία. Στην αίθουσα
50 υπάρχουν αγγεία και αγαλματίδια από διάφορα εργαστήρια (από
την Αττική, τη Βοιωτία, την Κόρινθο και τη Θεσσαλία). Ένα από
τα εκθέματα που ξεχωρίζουν είναι ο κρατήρας του Διπυλου, εξαιτίας
του μεγάλου του μεγέθους και της ποιοτικής απεικόνισης επικήδειας
τελετής.
Στην
αίθουσα 51 υπάρχουν:
•
αγγεία της εποχής της Ανατολικοποίησης (7ος αιώνας π.Χ.) με
τον λεγόμενο
Πρωτοαττικό ρυθμό, που βρέθηκαν σε κοιμητήρια της Αττικής
• πρωτοκυκλαδικοί αμφορείς, γνωστοί και ως Μελιοι αμφορείς
• κανάτες με μορφή αγριοκάτσικου και
• ποικίλα τεχνήματα μικρού μεγέθους
Η
αίθουσα 52 φιλοξενεί έκθεση Κορινθιακών, Αττικών και Βοιωτικών
μελανών αγγείων, καθώς και σειρά σημαντικών αναθημάτων από τους
βωμούς της Ήρας στην περαχώρα και το Άργος, της Άρτεμης Ορθιας
στη Σπάρτη και του Απόλλωνα στο Θερμο στην Αιτωλία. Μεταξύ των
σημαντικότερων εκθεμάτων της αίθουσας συγκαταλέγονται το κεραμεικό
μοντέλο ναού στο Ηραίο στην Περαχώρα, οι ζωγραφιστές μετώπες από
το Θερμο που χρονολογούνται στον 7ο αιώνα και τα ξύλινα πινάκια
από την περιοχή Πιτσα στην Κορινθία.
Στην
αίθουσα 53 εκτίθενται μελανά αγγεία του 6ου αιώνα και διάφορες
σαρκοφάγοι που βρέθηκαν στις ανασκαφές στις Κλαζομενες (1920-1921),
μικρά ευρήματα από διάφορους βωμούς στην Αθήνα και μία συλλογή
ευρημάτων από τη Λήμνο, μεταξύ των οποίων διακρίνεται στήλη πολεμιστή
με επιγραφή στην Ετρουσκική διάλεκτο.
Μαύρα
και ερυθρά αγγεία της ύστερης Αρχαϊκής περιόδου (500-480 π.Χ.)
και της πρώιμης Κλασικής περιόδου (480-460 π.Χ.) εκτίθενται στην
αίθουσα 54. Στην επόμενη αίθουσα υπάρχει εκτεταμένη συλλογή Αττικών
λευκών ληκυθων, κυρίως Αττικής και Βοιωτικής προέλευσης, καθώς
και ερυθρά αγγεία. Η αίθουσα 56 φιλοξενεί αγγεία και ειδώλια από
τα τέλη του 5ου αιώνα εως τον 4ο αιώνα π.Χ..
Το Επιγραφικό Μουσείο
Η
νότια πτέρυγα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείο, με την είσοδο
της στην οδό Τοσίτσα, στεγάζει το Επιγραφικό Μουσείο, που κατέχει
τη μεγαλύτερη συλλογή ελληνικών επιγραφών στον κόσμο, σε σύνολο
πάνω από 15.000. Το μουσείο ιδρύθηκε το 1885. Ανακαινίστηκε και
επεκτάθηκε με έξι νέες αίθουσες την περίοδο 1953.1960 με βάση
σχέδια του αρχιτέκτονα Π. Καραντινου.
Οι
αρχαιότερες επιγραφές βρίσκονται στην αίθουσα 11, ενώ οι ιστορικά
σημαντικότερες επιγραφές διαφόρων περιόδων φιλοξενούνται στην
αίθουσα 9. Οι επιγραφές στην αίθουσα 1 είναι οι φορολογικές λίστες
της Πρώτης Αθηναϊκής Συμμαχίας και αποτελούν ανεκτίμητα έγγραφα
για τη μελέτη τηε ιστορίας της Κλασικής Ελλάδας. Η αρχαιότερη
επιγραφή αυτής της συλλογής (454-453 π.Χ.) είναι ένα αντυπωσιακό
κομμάτι πέτρας ύψους 3,5 μέτρων.
Ώρες λειτουργίας και τιμή εισιτηρίου
οδός 28ης Οκτωβρίου 24, γνωστή και ως Πατησίων
Βικτώρια
Δείτε
τις φωτογραφίες από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
|